πλέρωμα

πλέρωμα
το, Ν
βλ. πλήρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ατος 1. γέμισμα ή καθετί που χρησιμεύει για γέμισμα. 2. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν σε πλοίο ή σε αεροπλάνο: Αγνοούνται ορισμένα μέλη του πληρώματος. 3. συμπλήρωμα: Το πλήρωμα του χρόνου. 4. το σύνολο των πιστών: Το πλήρωμα της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρόγα — η (λ. λατ.) 1. (στους βυζαντινούς) δώρο, χορηγία. 2. μισθός, πληρωμή: Και ρόγα μηδέ πλέρωμα ποτέ να μη γυρεύγει (Ερωτόκριτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”